διαλυστήρα

διαλυστήρα
ή και διαλυστήρι, το και διαλυστής, ο [διαλύω]
1. σκεύος ή χώρος όπου διαλύουμε κάτι
2. ο λάκκος ή η καρούτα μέσα στον οποίο σβήνουμε τον ασβέστη
3. χτένα, τσατσάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”